-
1 προϋπόκειμαι
A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ -κείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7;- κειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1
; ;τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490
, cf. S.E.P.3.94;προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218
, cf. Hierocl. in CA10p.436M.;- κειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19
;σῶμα -κείμενον Dam.Pr.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προϋπόκειμαι
См. также в других словарях:
προϋπόκειμαι — ΜΑ [ὑπόκειμαι] προϋπάρχω (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῡ», Μεθόδ. β. «προϋπόκειται τοῡ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. υπάρχω ήδη ως προϋπόθεση 2. έχω προηγουμένως υποθηκευθεί … Dictionary of Greek